αγλάιμα
(ουσ. ουδ.)
αγλάιμα
[aˈɣlaima]
Μισθ.
Από το ουσ. αγλαΐ και το παραγωγ. επίθμ. -μα αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -μα.