κλαιτό
(ουσ. ουδ.)
κλαιτό
[kleˈto]
Ανακ., Σινασσ.
Από το θ. κλαι- του ρ. κλαίω και το παραγωγ. επίθμ. -ητό > -το.
Κλάμα
ό.π.τ.
:
Έκλωσα και τράνησα το χωριό και τα μάτια μου κουπώθανε ας’ το κλαιτό
(Γύρισα και είδα το χωριό και τα μάτια μου έκλεισαν από το κλάμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαιτά το κόλλησα
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα (Με δάκρυα τα ζύμωνα (τα παξιμάδια), με τα κλάματα τα έψησα,
και με τ' αναστενάγματα τα έβαλα μέσα στο δισάκκι) Σινασσ. -Lag. Συνών. κλάψιμο
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα (Με δάκρυα τα ζύμωνα (τα παξιμάδια), με τα κλάματα τα έψησα,
και με τ' αναστενάγματα τα έβαλα μέσα στο δισάκκι) Σινασσ. -Lag. Συνών. κλάψιμο