ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλέπαρο (ουσ. ουδ.) κλέπαρο [ˈkleparo] Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ. κερέπαλο [ceˈrepalο] Αραβαν. κρέπαλο [ˈkrepalo] Μαλακ. Αγν. ετύμ. Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 201) από το τουρκοπερσ. kernā και kernāj = φραγκοστάφυλο (Ριβήσιον το ερυθρόν). Πιθ. σχετίζεται με το αρχ. κορύμβηλος (είδος κισσού με λευκούς καρπούς).
Το φυτό Ίληξ ο οξύφυλλος (ilex aquifolium), είδος πρίνου, κοινώς λιόπρινο ή αρκουδόπρινο, με μικρούς κόκκινους καρπούς σαν φραγκοστάφυλο ό.π.τ. : Τουρσ̑ά: χ̇ιγιαριού, πιπεριού, ματσάνας, κλέπαρα, λάχαν', ντομάτας (Τουρσιά (για το χειμώνα): αγγουριού, πιπεριάς, μελιτζάνας, λιόπρινα, λάχανου, ντομάτας) Σινασσ. -Ρίζ. Κακοψ̑ύχ’σ̑εν κλέπαρα (Επιθύμησε (ενν. η έγκυος) λιόπρινα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Αν ποίκ' η βάτος κλέπαρο κι η αλούτσα κουρκουβάdζι
το τζίντζυφο μαλάσκενο κι εγώ να μη περμένω
(Αν κάνει η βάτος φραγκοστάφυλα κι η αγριοδαμασκηνιά καρπό
το τζίντζυφο δαμάσκηνα κι εγώ θα πάψω να περιμένω)
Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.