κλέφτης
(ουσ. αρσ.)
κλέφτης
[ˈkleftis]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
κλέφτσ̑ης
[ˈkleftʃis]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
κλέφτους
[ˈkleftus]
Μαλακ., Μισθ.
κλέφτρης
[ˈkleftris]
Σινασσ.
κλέφ'
[klef]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
κλέφτηδες
[ˈkleftiðes]
Σίλατ., Φερτάκ.
κλέφτοι
[ˈklefti]
Σεμέντρ., Φάρασ., Φκόσ.
κλέφτ'
[kleft]
Ανακ., Αραβ.
κλέφτσ̑οι
[΄kleftʃi]
Σίλ.
κλέφτια
[ˈkleftça]
Αραβ.
Θηλ.
κλέφτσισσα
[ˈkleftsisa]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. κλέπτης. Ο τύπ. κλέφτης μεσν. O τύπ. κλέφτρης με [r] κατ' επίδραση του μεσν. θηλ. τύπ. κλέφτρα.
Κλέφτης
ό.π.τ.
:
Πσ̑άσα 'να κλέφτης
(Έπιασα έναν κλέφτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σέμην' κλέφτους σου σπίτ'
(Μπήκε κλέφτης στο σπίτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έρσ̑ιναν κλέφτσ̑οι, έρωσάν ντο
(Έρχονταν κλέφτες, τον έδωσαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τότε σόνgρα ετό κλέφτσ̑ης πήρε το κορίσ̑'
(Τότε στην συνέχεια ο κλέφτης πήρε το κορίτσι)
Γούρδ.
-Dawk.
Πιέσα αν γκλέφ'
(Έπιασα έναν κλέφτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Είσαι μέγον γκλέφ' 'ς τ' εμένα
(Είσαι μεγαλύτερος κλέφτης από μένα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ήρτιν αν γκλεφ΄· πήριν το 'ίδι
(Ήρθε ένα κλέφτης· πήρε το γίδι)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Ναίκα, σάλω ντο τύρα να μην εμπούν οι κλέφτοι
(Γυναίκα, κλείδωσε την πόρτα να μην μπουν οι κλέφτες)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
'φοdές 'νενgώγκαμ' εδώ τζ' αdζεί, έβγαν 'γνένdα μας πένdε κλέφτοι
(Καθώς τριγυρνούσαμε εδώ κι εκεί, βγήκαν μπροστά μας πέντε κλέφτες)
Φάρασ.
-Thumb
Τα κλέφτια, πότ’ ξέβαν το γιλντίζ, κέιτσεν
(Οι κλέφτες, όταν βγήκε το αστέρι, τους ξεγύμνωσαν)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
|| Παροιμ.
Τον ψεματά τσαι τον γκλέφ' γατιέζουν ντα σως το θύρι
(Τον ψεύτη και τον κλέφτη τους κυνηγούν ως την πόρτα˙ γρήγορα γίνονται αντιληπτές οι κακές ιδιότητες κάποιου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καπουσάνος, καπτάρης, χασευτής, χιρσίζης