ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλέφτης (ουσ. αρσ.) κλέφτης [ˈkleftis] Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. κλέφτσ̑ης [ˈkleftʃis] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. κλέφτους [ˈkleftus] Μαλακ., Μισθ. κλέφτρης [ˈkleftris] Σινασσ. κλέφ' [klef] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. κλέφτηδες [ˈkleftiðes] Σίλατ., Φερτάκ. κλέφτοι [ˈklefti] Σεμέντρ., Φάρασ., Φκόσ. κλέφτ' [kleft] Ανακ., Αραβ. κλέφτσ̑οι [΄kleftʃi] Σίλ. κλέφτια [ˈkleftça] Αραβ. Θηλ. κλέφτσισσα [ˈkleftsisa] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. κλέπτης. Ο τύπ. κλέφτης μεσν. O τύπ. κλέφτρης με [r] κατ' επίδραση του μεσν. θηλ. τύπ. κλέφτρα.
Κλέφτης ό.π.τ. : Πσ̑άσα 'να κλέφτης (Έπιασα έναν κλέφτη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σέμην' κλέφτους σου σπίτ' (Μπήκε κλέφτης στο σπίτι) Μισθ. -Κοτσαν. Έρσ̑ιναν κλέφτσ̑οι, έρωσάν ντο (Έρχονταν κλέφτες, τον έδωσαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τότε σόνgρα ετό κλέφτσ̑ης πήρε το κορίσ̑' (Τότε στην συνέχεια ο κλέφτης πήρε το κορίτσι) Γούρδ. -Dawk. Πιέσα αν γκλέφ' (Έπιασα έναν κλέφτη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Είσαι μέγον γκλέφ' 'ς τ' εμένα (Είσαι μεγαλύτερος κλέφτης από μένα) Φάρασ. -Ανδρ. Ήρτιν αν γκλεφ΄· πήριν το 'ίδι (Ήρθε ένα κλέφτης· πήρε το γίδι) Τσουχούρ. -Dawk. Ναίκα, σάλω ντο τύρα να μην εμπούν οι κλέφτοι (Γυναίκα, κλείδωσε την πόρτα να μην μπουν οι κλέφτες) Σεμέντρ. -Στεφαν. 'φοdές 'νενgώγκαμ' εδώ τζ' αdζεί, έβγαν 'γνένdα μας πένdε κλέφτοι (Καθώς τριγυρνούσαμε εδώ κι εκεί, βγήκαν μπροστά μας πέντε κλέφτες) Φάρασ. -Thumb Τα κλέφτια, πότ’ ξέβαν το γιλντίζ, κέιτσεν (Οι κλέφτες, όταν βγήκε το αστέρι, τους ξεγύμνωσαν) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 || Παροιμ. Τον ψεματά τσαι τον γκλέφ' γατιέζουν ντα σως το θύρι (Τον ψεύτη και τον κλέφτη τους κυνηγούν ως την πόρτα˙ γρήγορα γίνονται αντιληπτές οι κακές ιδιότητες κάποιου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καπουσάνος, καπτάρης, χασευτής, χιρσίζης