κλαίω
(ρ.)
κλαίω
[ˈkleo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ.
γκλαίω
[ˈgleo]
Φάρασ.
κλαίου
[ˈkleu]
Μισθ., Σίλ.
κλαίγω
[ˈkleɣo]
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ.
κλαίγου
[ˈkleɣu]
Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
κλαύγω
[ˈklavɣo]
Σινασσ.
Παρατατ.
έκλαιγα
[ˈekleɣa]
Καππ.
κλαίισκα
[ˈkleiska]
Αραβ., Γούρδ., Μισθ.
κλαίισ̑κα
[ˈkleiʃka]
Ανακ., Αραβαν., Φερτάκ.
κλαίιξα
[ˈkleiksa]
Μισθ.
κλαιινόσκα
[kleiˈnoska]
Σίλ.
κλαίγινα
[ˈkleʝina]
Σίλ.
κλαίνκα
[ˈkleŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
έκλαψα
[eˈklapsa]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ.
έκουαψα
[ˈekwapsa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
εκούαψα
[eˈkuapsa]
Φάρασ.
εgούαψα
[eˈguapsa]
Φάρασ.
Υποτ.
κλάψω
[ˈklapso]
Αραβαν., Σινασσ.
κλάψου
[ˈklapsu]
Σίλ.
κουάψω
[kwˈapso]
Σίλ., Φάρασ.
Προστ.
κλάψε
[ˈklapse]
Γούρδ.
Μτχ.
κλαμένο
[klaˈmeno]
Αραβαν., Γούρδ.
Αρχ. ρ. κλαίω. O τύπ. κλαίγω μεσν.
1. Κλαίω, εκφράζω θλίψη και οδύνη με δάκρυα και λυγμούς
ό.π.τ.
:
Πήασιν μι σου χωράφ', κλαίου, λέου «Να πάου σκόλεια!»
(Με πήγε στο χωράφι, κλαίω, λέω «Θα πάω σχολείο!»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χελ ημέρα κλαίου
(Κάθε μἐρα κλαίω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κλαίει και στέκ'
(Κλαίει συνεχώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κλαιγ̑' και κείται
(Κλαίει συνεχώς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κλαίισκι, μπαγούρντιζι
(Έκλαιγε, φώναζε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σ̑ήμερι αυτό τέκνους πολύ έκλαψι
(Αυτό το παιδί έκλαψε πολύ σήμερα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κλαιινόσ̑κι οπ' τσ̑ην ψ̑υσήν ντης
(Έκλαιγε με την καρδιά της)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έβκη Πέτρος έξω, εκούαψε πικρά
(Ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά = Λουκ. 22.62 Ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς)
Φάρασ.
-Lag.
Έκλαψε 'να κλάψ̑ιμο, ούλ-λα μας αγλατ-τι̂́ρσε μας
(Έρριξε ένα κλάψιμο και όλους μάς έκανε να κλάψουμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έπεσε σα γόνατα τ' κι άρχεψε να το παρακαλεί και να κλαίγ̑'
(Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να τον παρακαλεί και να κλαίει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ηύραν το κορίσ̑' πολύ χαιρασμένο, 'σον τ' άλλα τα ημέρεζ ντέν 'ντουν κλαμένο
(Βρήκαν το κορίτσι πολύ χαρούμενο, δεν ήταν κλαμένο όπως τις άλλες μέρες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ηύρα τα σαμού ήτουνε μαχτσούμι· 'ς α λίμbλη 'πέσου σο νερό κλαίνκε
(Το βρήκα όταν ήταν μωρό· στην λίμνη μέσα στο νερό έκλαιγε)
Φάρασ.
-Dawk.
Γκόντ'σαν ντα 'ς α ζινdζ̑άνι· 'στέρου έgουαψε η ναίκα
(Την έρριξαν στην φυλακή· ύστερα έκλαψε η γυναίκα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Νε κλαί' νε γι-ά
(Ούτε κλαίει ούτε γελά˙ για κάτι μέτριο ή αδιάφορο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Με το λύκο τρώγ̑' πσ̑ίν', με τον αφένdη τ' κλαίγ̑'
(Με τον λύκο τρώει και πίνει, με τον αφέντη του κλαίει˙ για τους συνενόχους σ' ένα κακό, που με τον ένοχο τα έχουν καλά, ενώ μπροστά στο θύμα δείχνουν συμπόνια για το κακό που έγινε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μοναχός του του ξεια, τζ̑ο κλαίει
(Μοναχός του όποιος πέφτει δεν κλαίει˙ όποιος ευθύνεται για το κακό που έχει πάθει, δεν πρέπει να παραπονιέται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μοναχό τ' το πέφτσ̑ει ντε κλαίγ̑'
(Μοναχός του όποιος πέφτει δεν κλαίει˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το φσ̑άχ' αν ντε κλάψ̑', βυζ̑ί ντέν ντο ντίνουν
(Στο μωρό που δεν κλαίει, βυζί δεν του δίνουν˙ αν δεν ζητήσεις κάτι, δεν θα σου το δώσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το παιδί αν δεν κλαψ', η μάνα τ' βυζί δεν το δίν'
(Στο μωρό που δεν κλαίει η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ το ίδιο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το μαχτσούμι τ' 'α μη κουάψει, βυζί τζ̑ο δίτουν ντα
(Στο μωρό που δεν θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Με κλαις, μικρό μ', να έρτ' μπασ̑ά σ'
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια (Μην κλαις μικρό μου, θα έρθει ο θείος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα)) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τον το είδεν η μάνα του, κλαίει και τσιμουδιέται (Όταν τον είδε η μάνα του, κλαίει και τσουρομαδιέται) Σίλατ. -Φαρασόπ.
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια (Μην κλαις μικρό μου, θα έρθει ο θείος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα)) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τον το είδεν η μάνα του, κλαίει και τσιμουδιέται (Όταν τον είδε η μάνα του, κλαίει και τσουρομαδιέται) Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Θρηνώ
ό.π.τ.
:
Κλαίου σερνικόϊου μ' ντου σάνατους
(Κλαίω τον θάνατο του άντρα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σήκουσαμ' ντα τραγώια μας, έκλαψαμ', άφ'καμ' νεκκλησ̑ά μας
(Μοιρολογήσαμε, θρηνήσαμε, αφήσαμε πίσω την εκκλησιά μας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν, ζάισ̑κε γιορτσ̑ή, και μαναχό σο σεράι απέσω κλαίισ̑καν
(Όλος ο κόσμος χαιρόταν, είχε γιορτή, και μόνο μέσα στο παλάτι θρηνούσαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κλαίιξι! «Τίαλ' να μεγαλώσου ντα φσ̑άχα μ';»
(Έκλαιγε (και σκεφτόταν) "Πώς θα μεγαλώσω τα παιδιά μου;»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου μάνα τ' κλαίισκι, ντου βαβά κανείς ντέ ντου κλαίει
(Έκλαιγε την μάνα του, τον πατέρα κανείς δεν τον κλαίει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Χέρκες κλαιγ̑' γιαυτού τ' το περαμένο
(Ο καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ ο καθένας έχει τα δικά του βάσανα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χα̈ρκές κλαί' του τσ̑εινού τον ψόφο
(Ο καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Τι κλαις, τι κλαις, ε αδελφή μ', και τι αναπικρούσαι;
(Γιατί κλαίς, γιατί κλαις, αδερφή μου, και γιατί πικραίνεσαι;)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Ξανθό κόρασον αγαπώ και με θωρεί και κλαίγει
((Ξανθιά κοπέλα αγαπώ και με βλέπει και κλαίει))
Τελμ.
-Lag.
3. Λυπάμαι, στενοχωριέμαι
Μισθ., Σίλατ., Σίλ.
:
Έκλαψα, λέου: «Σάbαα 'ς σου παναΰρ' dε θα έχου παράγια!»
(Στεναχωρέθηκα, λέω: «Αύριο στο πανηγύρι δεν θα έχω λεφτά!»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Σ̑υ μη κλάψ̑εις, μερ παπά μου, ιν τσ̑ην αϊτούν μπαίνου 'γώ
(Μη στενοχωριέσαι εσύ, λέει, παπά μου! Σαν τον αετό μπαίνω εγώ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Διν κλαίω χίλια πρόβατα και πενdαζά αρνίdζα
(Δεν κλαίω τα χίλια πρόβατα και τα πεντακόσια αρνάκια)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Συνών.
ατζιντώ, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω, σιργαντίζω