ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλαίω (ρ.) κλαίω [ˈkleo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ. γκλαίω [ˈgleo] Φάρασ. κλαίου [ˈkleu] Μισθ., Σίλ. κλαίγω [ˈkleɣo] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ. κλαίγου [ˈkleɣu] Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. κλαύγω [ˈklavɣo] Σινασσ. Παρατατ. έκλαιγα [ˈekleɣa] Καππ. κλαίισκα [ˈkleiska] Αραβ., Γούρδ., Μισθ. κλαίισ̑κα [ˈkleiʃka] Ανακ., Αραβαν., Φερτάκ. κλαίιξα [ˈkleiksa] Μισθ. κλαιινόσκα [kleiˈnoska] Σίλ. κλαίγινα [ˈkleʝina] Σίλ. κλαίνκα [ˈkleŋka] Φάρασ. Αόρ. έκλαψα [eˈklapsa] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ. έκουαψα [ˈekwapsa] Τσουχούρ., Φάρασ. εκούαψα [eˈkuapsa] Φάρασ. εgούαψα [eˈguapsa] Φάρασ. Υποτ. κλάψω [ˈklapso] Αραβαν., Σινασσ. κλάψου [ˈklapsu] Σίλ. κουάψω [kwˈapso] Σίλ., Φάρασ. Προστ. κλάψε [ˈklapse] Γούρδ. Μτχ. κλαμένο [klaˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. Αρχ. ρ. κλαίω. O τύπ. κλαίγω μεσν.
1. Κλαίω, εκφράζω θλίψη και οδύνη με δάκρυα και λυγμούς ό.π.τ. : Πήασιν μι σου χωράφ', κλαίου, λέου «Να πάου σκόλεια!» (Με πήγε στο χωράφι, κλαίω, λέω «Θα πάω σχολείο!») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χελ ημέρα κλαίου (Κάθε μἐρα κλαίω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κλαίει και στέκ' (Κλαίει συνεχώς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κλαιγ̑' και κείται (Κλαίει συνεχώς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κλαίισκι, μπαγούρντιζι (Έκλαιγε, φώναζε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σ̑ήμερι αυτό τέκνους πολύ έκλαψι (Αυτό το παιδί έκλαψε πολύ σήμερα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κλαιινόσ̑κι οπ' τσ̑ην ψ̑υσήν ντης (Έκλαιγε με την καρδιά της) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έβκη Πέτρος έξω, εκούαψε πικρά (Ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά = Λουκ. 22.62 Ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς) Φάρασ. -Lag. Έκλαψε 'να κλάψ̑ιμο, ούλ-λα μας αγλατ-τι̂́ρσε μας (Έρριξε ένα κλάψιμο και όλους μάς έκανε να κλάψουμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έπεσε σα γόνατα τ' κι άρχεψε να το παρακαλεί και να κλαίγ̑' (Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να τον παρακαλεί και να κλαίει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ηύραν το κορίσ̑' πολύ χαιρασμένο, 'σον τ' άλλα τα ημέρεζ ντέν 'ντουν κλαμένο (Βρήκαν το κορίτσι πολύ χαρούμενο, δεν ήταν κλαμένο όπως τις άλλες μέρες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ηύρα τα σαμού ήτουνε μαχτσούμι· 'ς α λίμbλη 'πέσου σο νερό κλαίνκε (Το βρήκα όταν ήταν μωρό· στην λίμνη μέσα στο νερό έκλαιγε) Φάρασ. -Dawk. Γκόντ'σαν ντα 'ς α ζινdζ̑άνι· 'στέρου έgουαψε η ναίκα (Την έρριξαν στην φυλακή· ύστερα έκλαψε η γυναίκα) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Νε κλαί' νε γι-ά (Ούτε κλαίει ούτε γελά˙ για κάτι μέτριο ή αδιάφορο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Με το λύκο τρώγ̑' πσ̑ίν', με τον αφένdη τ' κλαίγ̑' (Με τον λύκο τρώει και πίνει, με τον αφέντη του κλαίει˙ για τους συνενόχους σ' ένα κακό, που με τον ένοχο τα έχουν καλά, ενώ μπροστά στο θύμα δείχνουν συμπόνια για το κακό που έγινε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μοναχός του του ξεια, τζ̑ο κλαίει (Μοναχός του όποιος πέφτει δεν κλαίει˙ όποιος ευθύνεται για το κακό που έχει πάθει, δεν πρέπει να παραπονιέται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μοναχό τ' το πέφτσ̑ει ντε κλαίγ̑' (Μοναχός του όποιος πέφτει δεν κλαίει˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το φσ̑άχ' αν ντε κλάψ̑', βυζ̑ί ντέν ντο ντίνουν (Στο μωρό που δεν κλαίει, βυζί δεν του δίνουν˙ αν δεν ζητήσεις κάτι, δεν θα σου το δώσουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το παιδί αν δεν κλαψ', η μάνα τ' βυζί δεν το δίν' (Στο μωρό που δεν κλαίει η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ το ίδιο) Σινασσ. -Αρχέλ. Το μαχτσούμι τ' 'α μη κουάψει, βυζί τζ̑ο δίτουν ντα (Στο μωρό που δεν θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Με κλαις, μικρό μ', να έρτ' μπασ̑ά σ'
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια
(Μην κλαις μικρό μου, θα έρθει ο θείος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
'τον το είδεν η μάνα του, κλαίει και τσιμουδιέται (Όταν τον είδε η μάνα του, κλαίει και τσουρομαδιέται) Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Θρηνώ ό.π.τ. : Κλαίου σερνικόϊου μ' ντου σάνατους (Κλαίω τον θάνατο του άντρα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σήκουσαμ' ντα τραγώια μας, έκλαψαμ', άφ'καμ' νεκκλησ̑ά μας (Μοιρολογήσαμε, θρηνήσαμε, αφήσαμε πίσω την εκκλησιά μας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν, ζάισ̑κε γιορτσ̑ή, και μαναχό σο σεράι απέσω κλαίισ̑καν (Όλος ο κόσμος χαιρόταν, είχε γιορτή, και μόνο μέσα στο παλάτι θρηνούσαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κλαίιξι! «Τίαλ' να μεγαλώσου ντα φσ̑άχα μ';» (Έκλαιγε (και σκεφτόταν) "Πώς θα μεγαλώσω τα παιδιά μου;») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντου μάνα τ' κλαίισκι, ντου βαβά κανείς ντέ ντου κλαίει (Έκλαιγε την μάνα του, τον πατέρα κανείς δεν τον κλαίει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Χέρκες κλαιγ̑' γιαυτού τ' το περαμένο (Ο καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ ο καθένας έχει τα δικά του βάσανα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χα̈ρκές κλαί' του τσ̑εινού τον ψόφο (Ο καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Τι κλαις, τι κλαις, ε αδελφή μ', και τι αναπικρούσαι; (Γιατί κλαίς, γιατί κλαις, αδερφή μου, και γιατί πικραίνεσαι;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Ξανθό κόρασον αγαπώ και με θωρεί και κλαίγει ((Ξανθιά κοπέλα αγαπώ και με βλέπει και κλαίει)) Τελμ. -Lag.
3. Λυπάμαι, στενοχωριέμαι Μισθ., Σίλατ., Σίλ. : Έκλαψα, λέου: «Σάbαα 'ς σου παναΰρ' dε θα έχου παράγια!» (Στεναχωρέθηκα, λέω: «Αύριο στο πανηγύρι δεν θα έχω λεφτά!») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Σ̑υ μη κλάψ̑εις, μερ παπά μου, ιν τσ̑ην αϊτούν μπαίνου 'γώ (Μη στενοχωριέσαι εσύ, λέει, παπά μου! Σαν τον αετό μπαίνω εγώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Διν κλαίω χίλια πρόβατα και πενdαζά αρνίdζα (Δεν κλαίω τα χίλια πρόβατα και τα πεντακόσια αρνάκια) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. ατζιντώ, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω, σιργαντίζω