κλαίειν
(ουσ. ουδ.)
κλαίγειν
[ˈkleʝin]
Τελμ.
Ουσιαστικοπ. του απαρεμφ. ενεστ. κλαίειν του ρ. κλαίω, με ανάπτ. ευφων. μεσοφωνηεντ. [ʝ].
Πβ.
αγλαΐ