ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλαίειν (ουσ. ουδ.) κλαίγειν [ˈkleʝin] Τελμ. Ουσιαστικοπ. του απαρεμφ. ενεστ. κλαίειν του ρ. κλαίω, με ανάπτ. ευφων. μεσοφωνηεντ. [ʝ]. Πβ. αγλαΐ
Kλάμα : || Ασμ. Σον τση είδεν ο Γιαννακός, στο κλαίγειν εγιομώθη (Όταν την είδε ο Γιαννακός, γέμισε κλάματα) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Συνών. αγλάιμα, κλάψιμο, κλαιτό