κιτιρέ
(ουσ. ουδ.)
κιτιρέ
[citiˈre]
Ανακ., Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kitre = ρετσίνι της τραγάκανθας, όπου και διαλεκτ. τύπ. kitire (THADS, λ. kitire).