κίσσος
(ουσ. ουδ.)
κίσσος
[ˈcisos]
Ανακ., Ποτάμ.
Αρσ.
κισσός
[ciˈsos]
Σινασσ.
Πιθ. από το αρχ. ρ. κισσάω -ῶ = για εγκύους, επιθυμώ έντονα συγκεκριμένη τροφή, υποχωρητ. Για την λ. βλ. Κωστάκης (1963: 109-110).
Πανάδες εγκύου
ό.π.τ.
:
Με τον ίδρο του προσώπου της βγαίνει το κίσσος
(Με τον ιδρώτα του προσώπου της βγαίνουν οι πανάδες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ325