κισνεντίζω
(ρ.)
κισ̑νεdίζω
[ciʃneˈdizo]
Αξ., Δίλ.
κ͑ισ̑νετίζω
[kʰiʃneˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
κ͑ισνεΐζω
[kʰisneˈizo]
Μισθ.
γκισνιαΐζω
[ɟisɲaˈizo]
Μισθ.
κισνεdώ
[cisneˈdo]
Ανακ., Σίλ.
κισ̑νεdού
[ciʃneˈdu]
Ουλαγ.
κ͑ισ̑νετώ
[kʰi ʃ neˈto]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Αόρ.
κισνιάτ'σα
[kisˈɲatsa]
Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. kişnemek = χλιμιντρίζω.
Χλιμιντρίζω
ό.π.τ.
:
Ντ’ αλούγαδα γκισνιαΐζ'νι
(Τα άλογα χλιμιντρίζουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tραβινόσκι τ' χαϊβάνιν του κι πήγιν̑ι, κείνουν γούλου ντίκτσιν̑ι τ' αφτσ̑ά του κι κισ̑νέdζ̑ιν̑ι
(Τράβαγε το άλογό του και πήγαινε, εκείνο όλο όρθωνε τ' αφτιά του και χλιμίντριζε)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.