ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισνεντίζω (ρ.) κισ̑νεdίζω [ciʃneˈdizo] Αξ., Δίλ. κ͑ισ̑νετίζω [kʰiʃneˈtizo] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. κ͑ισνεΐζω [kʰisneˈizo] Μισθ. γκισνιαΐζω [ɟisɲaˈizo] Μισθ. κισνεdώ [cisneˈdo] Ανακ., Σίλ. κισ̑νεdού [ciʃneˈdu] Ουλαγ. κ͑ισ̑νετώ [kʰi ʃ neˈto] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Αόρ. κισνιάτ'σα [kisˈɲatsa] Τροχ. Από το τουρκ. ρ. kişnemek = χλιμιντρίζω.
Χλιμιντρίζω ό.π.τ. : Ντ’ αλούγαδα γκισνιαΐζ'νι (Τα άλογα χλιμιντρίζουν) Μισθ. -Κοτσαν. Tραβινόσκι τ' χαϊβάνιν του κι πήγιν̑ι, κείνουν γούλου ντίκτσιν̑ι τ' αφτσ̑ά του κι κισ̑νέdζ̑ιν̑ι (Τράβαγε το άλογό του και πήγαινε, εκείνο όλο όρθωνε τ' αφτιά του και χλιμίντριζε) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ.