κισμετλί
(επίθ.)
γκι̂σμετλι̂́
[gɯsmetˈlɯ]
Ουλαγ.
κισμετλού
[cizmetˈlu]
Φλογ.
χουσματλού
[xusmatˈlu]
Μισθ.
χουσμα̈τλού
[xusmætˈlu]
Μισθ.
γ̇ισματλούς
[ɣismatˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
γ̇ισματλούσα
[ɣismatˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kısmetli = τυχερός. Ο τύπ. θηλ. γι̂σματλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο γι̂σματλούς.
Τυχερός
ό.π.τ.
:
Χουσμα̈τλού ιντσ̑άνους
(τυχερός άνθρωπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Για Αλλάχ για Παναΐα μ’, να είναι χαϊρλού το σπίτ’, να είναι κıσμετλού
(Θεέ μου, Παναγία μου, να είναι το σπίτι προκομμένο να είναι καλορρίζικο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Αντίθ
δόλιος, μαύρος :2, σεφίλι, φουκαράς, Συνών.
μπερεκετλούς