ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισμετλί (επίθ.) gι̂σμετλι̂́ [gɯsmetˈlɯ] Ουλαγ. κισμετλού [cizmetˈlu] Φλογ. χουσματλού [xusmatˈlu] Μισθ. χουσμα̈τλού [xusmætˈlu] Μισθ. γ̇ισματλούς [ɣismatˈlus] Φάρασ. Θηλ. γ̇ισματλούσα [ɣismatˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kısmetli = τυχερός. Το θηλ. γι̂σματλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο γι̂σματλούς.
Τυχερός ό.π.τ. : Χουσμα̈τλού ιντσιάνους (τυχερός άνθρωπος) Μισθ. -Κοτσαν. Για Αλλάχ για Παναΐα μ’, να είναι χαϊρλού το σπίτ’, να είναι κıσμετλού (Θεέ μου, Παναγία μου, να είναι το σπίτι προκομμένο να είναι καλορρίζικο) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191