κισσός
(ουσ.)
κισσός
[ciˈsos]
Σινασσ.
τσ̑ισσός
[tʃiˈsos]
Φάρασ.
Ουδ.
τσ̑ισσόδι
[tʃiˈsoði]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑ισσόδε
[tʃiˈsoðe]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. κισσός. O τύπ. ουδ. τσ̑ισσόδι από τον πληθ. τσ̑ισσόδε του αρσ. Κατά τον Dawkins (1916: 609) από αμάρτ. ουσ. κισσόδιον, υποκορ. του αρχ. κισσός.
Το αναρριχώμενο φυτό Χέδερα η έλιξ (Hedera helix) της οικογενείας των Αραλιιδών (Αraliaceae), κοινώς κισσός
ό.π.τ.
:
Έβγκη σο κάdζ̑ιν μπάνου τζ̑’ 'ενότουν αν τσ̑ισσόδι
(Ανέβηκε πάνω στο βράχo και έγινε κισσός (ενν. η νύφη))
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Το πόι σου ένι, άνα μ', αχ αντί τσ̑ισσόδι
η χαραή σου, άνα μου, ένι ανdί τσ̑υδώνι ((Το μπόι σου είναι, μάνα μου, αχ σαν κισσός
το πρόσωπό σου είναι, μάνα μου, σαν κυδώνι)) Φάρασ. -Λαμπρ.
η χαραή σου, άνα μου, ένι ανdί τσ̑υδώνι ((Το μπόι σου είναι, μάνα μου, αχ σαν κισσός
το πρόσωπό σου είναι, μάνα μου, σαν κυδώνι)) Φάρασ. -Λαμπρ.