κιστράχι
(ουσ. ουδ.)
κι̂σράχ'
[kɯsˈrax]
Φλογ.
γι̂στράχ̇ι
[ʝɯˈstraxi]
Φάρασ.
γι̂στράχ’
[ɣɯˈstrax]
Αξ.
Θηλ.
γιστράχα
[ʝiˈstraxa]
Σίλ.
Πληθ.
κι̂στράχα
[kɯˈstraxa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kısrak = φοράδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kısrah.
Φοράδα
ό.π.τ.
:
Πιτάζει ο βασιλός τα qιστράχα τουνε
(Ο βασιλιάς στέλνει τις φοράδες τους)
Φάρασ.
-Dawk.