ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιστράχι (ουσ. ουδ.) κι̂σράχ' [kɯsˈrax] Φλογ. γι̂στράχ̇ι [ʝɯˈstraxi] Φάρασ. γι̂στράχ’ [ɣɯˈstrax] Αξ. Θηλ. γιστράχα [ʝiˈstraxa] Σίλ. Πληθ. κι̂στράχα [kɯˈstraxa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kısrak = φοράδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kısrah.
Φοράδα ό.π.τ. : Πιτάζει ο βασιλός τα qιστράχα τουνε (Ο βασιλιάς στέλνει τις φοράδες τους) Φάρασ. -Dawk.