κλαδευτήρι
(ουσ.)
κλαδευτήρ'
[klaðeˈftir]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
κλαδευτσήρ'
[klaðefˈtsir]
Γούρδ.
κλαdευτσ̑ήρ'
[kladefˈtʃir]
Αραβαν.
κoυα̈δευτήρι
[kwæðeˈftiri]
Φάρασ.
κλαρευτσ̑ήρ'
[klarefˈtʃir]
Αραβαν.
καλντευτσ̑ήρ'
[kaldefˈtʃir]
Αραβαν.
κλαυτήρ'
[klaˈftir]
Φερτάκ.
κολευτήρι
[koleˈftiri]
Τσουχούρ.
κοδευτήρι
[koðeˈftiri]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κλαδευτήριον. Ο τύπ. καλντευτσ̑ήρ' με μετάθ. του [l]. Ο τύπ. κολευτήρι αναλογ. προς τον τύπ. κολευτώ (βλ. λ. κλαδεύω).
Εργαλείο για το κλάδεμα των φυτών
ό.π.τ.
:
Φσ̑άχα, χαζιρλαντάτι, παρέτ' τα κλαδευτήρια, τα κούφα, τα καλάθια, ούλα κουντάτ' τα απάνω σο αμάξι
(Παιδιά, ετοιμαστήτε, πάρτε τα κλαδευτήρια, τα κοφίνια, τα καλάθια, ρίξτε τα όλα πάνω στο αμάξι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Ε, τσ̑άλτ'σεν γκιοὔβρεν και μαχαίρι ν’dα φσάξεν
Ε, φσαξέν τα και μο το κοδευτήρι (Ε, το χτύπησε και δεν βρήκε μαχαίρι να το σφάξει
Ε, το έσφαξε με το κλαδευτήρι) Φάρασ. -Pernot.Gall.
Ε, φσαξέν τα και μο το κοδευτήρι (Ε, το χτύπησε και δεν βρήκε μαχαίρι να το σφάξει
Ε, το έσφαξε με το κλαδευτήρι) Φάρασ. -Pernot.Gall.