ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλαδευτήρι (ουσ.) κλαδευτήρ' [klaðeˈftir] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. κλαδευτσήρ' [klaðefˈtsir] Γούρδ. κλαdευτσ̑ήρ' [kladefˈtʃir] Αραβαν. κoυα̈δευτήρι [kwæðeˈftiri] Φάρασ. κλαρευτσ̑ήρ' [klarefˈtʃir] Αραβαν. καλντευτσ̑ήρ' [kaldefˈtʃir] Αραβαν. κλαυτήρ' [klaˈftir] Φερτάκ. κολευτήρι [koleˈftiri] Τσουχούρ. κοδευτήρι [koðeˈftiri] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κλαδευτήριον. Ο τύπ. καλντευτσ̑ήρ' με μετάθ. του [l]. Ο τύπ. κολευτήρι αναλογ. προς τον τύπ. κολευτώ (βλ. λ. κλαδεύω).
Εργαλείο για το κλάδεμα των φυτών ό.π.τ. : Φσ̑άχα, χαζιρλαντάτι, παρέτ' τα κλαδευτήρια, τα κούφα, τα καλάθια, ούλα κουντάτ' τα απάνω σο αμάξι (Παιδιά, ετοιμαστήτε, πάρτε τα κλαδευτήρια, τα κοφίνια, τα καλάθια, ρίξτε τα όλα πάνω στο αμάξι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Ασμ. Ε, τσ̑άλτ'σεν γκιοὔβρεν και μαχαίρι ν’dα φσάξεν
Ε, φσαξέν τα και μο το κοδευτήρι
(Ε, το χτύπησε και δεν βρήκε μαχαίρι να το σφάξει
Ε, το έσφαξε με το κλαδευτήρι)
Φάρασ. -Pernot.Gall.