κλάσιμο
(ουσ. ουδ.)
κουάσιμο
[ˈkwasimo]
Φάρασ.
Από το ρ. κλάνω (θ. αορ. κλασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Κλανιά, πορδή
:
|| Φρ.
Το σον το καdζ̑ί έν' στσ̑υλού κουάσιμο
(Ο δικός σου ο λόγος είναι κλανιά σκύλου˙ για όσους δεν μένουν σταθεροί στον λόγο τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.