ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλάσιμο (ουσ. ουδ.) κουάσιμο [ˈkwasimo] Φάρασ. Από το ρ. κλάνω (θ. αορ. κλασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Κλανιά, πορδή : || Φρ. Το σον το καdζ̑ί έν' στσ̑υλού κουάσιμο (Ο δικός σου ο λόγος είναι κλανιά σκύλου˙ για όσους δεν μένουν σταθεροί στον λόγο τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.