ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρμπίτι (ουσ. ουδ.) κιρμπίτ' [cirˈbit] Μισθ., Ουλαγ., Τροχ. κιρπίτι [cirˈpiti] Φάρασ. κ͑ιρπίτ' [kʰirˈpit] Μισθ. κ͑ιρπίτ͑' [kʰirˈpitʰ] Φάρασ. κιρμπίσ̑' [cirˈbiʃ] Γούρδ. κερμπίτ' [cerˈbit] Φλογ. Πληθ. κιρπίτια [cirˈpitça] Αξ. κ͑ιρπίτα [kʰirˈpita] Τσουχούρ. κιβρίτια [ciˈvritça] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. kibrit = α) σπίρτο β) σπιρτόκουτο, όπου και διαλεκτ. τύπ. kirbit, kirpit. H λ. και Πόντ.
1. Σπίρτο ό.π.τ. : Έναψα νιστία μο το κιρπίτι (Άναψα φωτιά με το σπίρτο) Φάρασ. -Bağr. Παίραμι κ͑ιρπίτα, παίραμι κωστή ’πό σο τουκάνι (Αγοράζαμε σπίρτα, αγοράζαμε κλωστή από το κατάστημα) Τσουχούρ. -VLACH To ήφκειναμ' με τα κιβρίτια (Το ανάβαμε με τα σπίρτα) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ261
2. Σπιρτόκουτο Μισθ. : Ντου κιρπίτ' τσείδι σου κιοσ̑ά (Το σπιρτόκουτο είναι στην γωνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. γιαντζούχα :1