κιρμιζί ( επίθ.
)
κι̂ρμι̂ζί
[qɯrmɯˈzi]
Αραβαν., Τελμ.
γκι̂ρμι̂dζι̂́
[gɯrmɯ'dzɯ]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
...
κιρμπίτι
(ουσ. ουδ.)
κιρμπίτ'
[cirˈbit]
Μισθ., Ουλαγ., Τροχ.
κιρπίτι
[cirˈpiti]
Φάρασ.
κ͑ιρπίτ'
[kʰirˈpit]
Μισθ.
κ͑ιρπίτ͑'
[kʰirˈpitʰ]
Φάρασ.
κιρμπίσ̑'
[cirˈbiʃ]
Γούρδ.
κερμπίτ'
[cerˈbit]
Φλογ.
Πληθ.
κιρπίτια
[cirˈpitça]
Αξ.
κ͑ιρπίτα
[kʰirˈpita]
Τσουχούρ.
κιβρίτια
[ciˈvritça]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kibrit = α) σπίρτο β) σπιρτόκουτο, όπου και διαλεκτ. τύπ. kirbit, kirpit. H λ. και Πόντ.
1. Σπίρτο
ό.π.τ.
:
Έναψα νιστία μο το κιρπίτι
(Άναψα φωτιά με το σπίρτο)
Φάρασ.
-Bağr.
Παίραμι κ͑ιρπίτα, παίραμι κωστή ’πό σο τουκάνι
(Αγοράζαμε σπίρτα, αγοράζαμε κλωστή από το κατάστημα)
Τσουχούρ.
-VLACH
To ήφκειναμ' με τα κιβρίτια
(Το ανάβαμε με τα σπίρτα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ261
2. Σπιρτόκουτο
Μισθ.
:
Ντου κιρπίτ' τσείδι σου κιοσ̑ά
(Το σπιρτόκουτο είναι στην γωνιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
γιαντζούχα :1