ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κίρι (επίθ.) κίρι [ˈciri] Ανακ. κ̇ι̂́ρ' [kɯr] Ανακ. γι̂́ρ' [ʝɯr] Μισθ. γι̂́ρι [ˈɣiri] Φάρασ. γίρι [ˈʝiri] Φάρασ. γκίρι [ˈɟiri] Φκόσ. γούρ' [ɣur] Μισθ. Aπό το τουρκ. επιθ. kır = γκρίζος, ψαρός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. gır.
1. Ψαρός ό.π.τ. : || Ασμ. Eζ Γιώργκη, τ’ άβγκο σου ένι γίρι
γίριν τζό ‘νι, έν γκατινόν μπεϊκίρι
(Άγιε Γεώργιε, τ’ άλογό σου είναι ψαρί
ψαρί δεν είναι, είναι καθαρόαιμο άλογο)
Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
Nα πάει να πει του βασιλιά να κάσ' το κίριν άτι,
ας έρτ' να-ι πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι
(Nα πάει να πει του βασιλιά να κάτσει στο ψαρό άτι,
ας έρθει να πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι)
Ανακ. -Θέρ.Ακρ.
Συνών. μποζαράχ
2. Καστανόξανθος Ανακ., Φάρασ.