κίρι
(επίθ.)
κίρι
[ˈciri]
Ανακ.
κ̇ι̂́ρ'
[kɯr]
Ανακ.
γι̂́ρ'
[ʝɯr]
Μισθ.
γι̂́ρι
[ˈɣiri]
Φάρασ.
γίρι
[ˈʝiri]
Φάρασ.
γκίρι
[ˈɟiri]
Φκόσ.
γούρ'
[ɣur]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. επιθ. kır = γκρίζος, ψαρός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. gır.
1. Ψαρός
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Eζ Γιώργκη, τ’ άβγκο σου ένι γίρι
γίριν τζό ‘νι, έν γκατινόν μπεϊκίρι (Άγιε Γεώργιε, τ’ άλογό σου είναι ψαρί
ψαρί δεν είναι, είναι καθαρόαιμο άλογο) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Nα πάει να πει του βασιλιά να κάσ' το κίριν άτι,
ας έρτ' να-ι πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι (Nα πάει να πει του βασιλιά να κάτσει στο ψαρό άτι,
ας έρθει να πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι) Ανακ. -Θέρ.Ακρ. Συνών. μποζαράχ
γίριν τζό ‘νι, έν γκατινόν μπεϊκίρι (Άγιε Γεώργιε, τ’ άλογό σου είναι ψαρί
ψαρί δεν είναι, είναι καθαρόαιμο άλογο) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Nα πάει να πει του βασιλιά να κάσ' το κίριν άτι,
ας έρτ' να-ι πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι (Nα πάει να πει του βασιλιά να κάτσει στο ψαρό άτι,
ας έρθει να πολεμήσουμε να του βγάλω το μάτι) Ανακ. -Θέρ.Ακρ. Συνών. μποζαράχ
2. Καστανόξανθος
Ανακ., Φάρασ.