κιρατζώνα
(επίθ.)
κιρατζώνα
[ciraˈdzona]
Φάρασ.
Από το ουσ. κιρέτσι, όπ. και τύπ. κιράτσ̑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Επιχρισμἐνος με ασβέστη