ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρατζής (ουσ. αρσ.) κιρατζής [ciraˈdzis] Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ. κιρατσής [ciraˈtsis] Σινασσ. Θηλ. κιρατσίσα [ciraˈtsisa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. κιρατζής, με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 239), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kiracı = ενοικιαστής, μισθωτής.
1. Ενοικιαστής Μαλακ., Σινασσ.
2. Αγωγιάτης Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ. : Ήρτεν ο δράκος με 40 βορτώνια φορτωμένα με τυρί, σαν Αβανεσίτης κιραdζής (Ήρθε ο δράκος με 40 μουλάρια φορτωμένα με τυρί, σαν αγωγιάτης από τον Αβανό) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βορδωνάτος, εσεκτσής :1