κιράν
(ουσ. ουδ.)
qι̂ράν
[qɯ·ran]
Μαλακ., Φλογ.
κ̇ιράν
[kiˈran]
Μισθ.
γ̇ιράνι
[ɣiˈrani]
Φάρασ.
κ'ράν
[kran]
Καρατζάβ.
κ'ρας
[kras]
Φάρασ.
Από τον τουρκ. ρημ. τύπ. kıran = α) αυτός που σπάει (μτχ. του τουρκ. ρ. kırmak = σπάω), β) ως ουσ., θανατηφόρος ασθένεια, επιδημία που αποδεκατίζει κυρίως ζώα γ) διαλεκτ., άγονο έδαφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kıra (THADS, λ. kıra IV).
Πβ.
κερβάνι
1. Επιδημία που αποδεκατίζει κυρίως ζώα
Μαλακ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Nα σι μει του qι̂ράν'
(Να σου μπει η επιδημία˙ να σου έρθει καταστροφή, αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
2. Μτφ., χαρακτηρισμός άτακτου παιδιού
Φάρασ.
3. Εύθρυπτη πέτρα, σαπιολίθαρο
Φάρασ.