ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιράν (ουσ. ουδ.) qι̂ράν [qɯ·ran] Μαλακ., Φλογ. κ̇ιράν [kiˈran] Μισθ. γ̇ιράνι [ɣiˈrani] Φάρασ. κ'ράν [kran] Καρατζάβ. κ'ρας [kras] Φάρασ. Από τον τουρκ. ρημ. τύπ. kıran = α) αυτός που σπάει (μτχ. του τουρκ. ρ. kırmak = σπάω), β) ως ουσ., θανατηφόρος ασθένεια, επιδημία που αποδεκατίζει κυρίως ζώα γ) διαλεκτ., άγονο έδαφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kıra (THADS, λ. kıra IV). Πβ. κερβάνι
1. Επιδημία που αποδεκατίζει κυρίως ζώα Μαλακ., Φάρασ. : || Φρ. Nα σι μει του qι̂ράν' (Να σου μπει η επιδημία˙ να σου έρθει καταστροφή, αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ.
2. Μτφ., χαρακτηρισμός άτακτου παιδιού Φάρασ.
3. Εύθρυπτη πέτρα, σαπιολίθαρο Φάρασ.