καρλατίζω
(ρ.)
καρλατίζω
[karlaˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
κουρλαdώ
[kurlaˈdo]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. gırlamak = α) κοάζω β) κροταλίζω γ) γουργουρίζω (Redhouse). Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγ. από το τουρκ. ρ. harlamak = α) συρίζω β) κοχλάζω γ) διαλεκτ., χρεμετίζω.
1. Για βατράχους και φίδια, κοάζω
Σινασσ.
:
Κουρλαdά το κουρμπαγού
(Κοάζει ο βάτραχος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
κιρτλατώ
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025