καρλατίζω
(ρ.)
καρλατίζω
[karlaˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. gırlamak = α) κοάζω β) κροταλίζω γ) γουργουρίζω (Redhouse). Λιγότερο πιθ. η ετυμολόγ. από το τουρκ. ρ. harlamak = α) συρίζω β) κοχλάζω γ) διαλεκτ., χρεμετίζω.
1. Για βατράχους και φίδια, κοάζω
Σινασσ.
2. Για κότες, κακαρίζω
Μαλακ.
Πβ.
κιρτλατώ