κιρλαντίζω
(ρ.)
κι̂ρλαdίζω
[kɯrlaˈdizo]
Αξ.
καρλατίζω
[karlaˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
κουρλαdώ
[kurlaˈdo]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. gırlamak = α) κοάζω β) κροταλίζω γ) γουργουρίζω (Redhouse).
1. Για βατράχους και φίδια, κοάζω
Σινασσ.
:
Κουρλαdά το κουρμπαγού
(Κοάζει ο βάτραχος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
κιρτλατώ
Τροποποιήθηκε: 17/07/2025