κιρτλατώ
(ρ.)
qι̂ρτλατώ
[qɯrtlaˈto]
Φλογ.
κιαρτλαΐζου
[cartlaizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kırt ή gırt = ήχος του λαιμού (πβ. τουρκ. ουσ. gırtlak = λάρυγγας, βλ. Nişanyan 2002- 2022, λ. kırt) και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Πβ.
καρλατίζω
1. Ρεύομαι
Φλογ.
2. Έχω λόξυγγα
Μισθ.