ατζιντώ
(ρ.)
αdζ̑ινdώ
[adʒinˈdo]
Τροχ., Φλογ.
αdζ̑ινdίζω
[adʒinˈdizo]
Τροχ.
αdζ̑ι̂νdού
[adʒɯnˈdu]
Ουλαγ.
ατσιστίζω
[atsiˈstizo]
Σεμέντρ.
ατσ̑ιτι-έω
[atʃitiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
αdζ̑ίτ'σα
[aˈdʒitsa]
Φερτάκ., Φλογ.
ατσ̑ισ̑τι-έω
[atʃiʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. acımak (αόρ. acıdı), όπου και διαλεκτ. τύπ. acışmak = α) στεναχωρώ κάποιον β) λυπάμαι κάποιον γ) στεναχωριέμαι, πικραίνομαι δ) για φαγητό, ξινίζω.
1. Λυπάμαι, ψυχοπονώ
ό.π.τ.
:
Κι εκεί ήρτε ένα άτρωπο και αdζ̑ίτ'σεν ντα
(Και εκεί ήρθε ένας άνθρωπος και τα λυπήθηκε)
Φερτάκ.
-Dawk.
Άγγελος πήγεν τράν'σεν τα κίτσα, βεγν βεγν κλαίνε και στέκνουν, αdζ̑ίτ'σεν τα, μάνα τ'νε ψ̑η δεν το πήρεν
(Ο άγγελος πήγε, είδε τα δίδυμα, ουά ουά κλαίνε διαρκώς, τα λυπήθηκε, δεν πήρε την ψυχή της μάνας τους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μπέλκετ ατζινdά μας και βοθιά μας
(Ίσως μας λυπηθεί και μας βοηθήσει)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Να δούμ’ το Χ̇εγός και αdζ̑ινdίζ’ μας
(Να δούμε τον Θεό και να μας λυπηθεί)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
πονώ :3, σιργαντίζω
2. Αμτβ., λυπάμαι, στεναχωριέμαι
Φλογ.
:
Τι αdζ̑ινdάς, εγώ καταβαίνω ασ' σο τ͑εμέλ' μέσα, το λαχτυλίδα σ' βγαλλίσ̑κω το
(Τι στεναχωριέσαι, εγώ κατεβαίνω μέσα στα θεμέλια και βγάζω το δαχτυλίδι σου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ατζιντώ :2, κλαίω, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω