ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατζιντώ (ρ.) ατζ̑ινdώ [adʒinˈdo] Τροχ., Φλογ. ατζ̑ινdίζω [adʒinˈdizo] Τροχ. ατζ̑ι̂νdού [adʒɯnˈdu] Ουλαγ. ατσιστίζω [atsiˈstizo] Σεμέντρ. ατσ̑ιτι-έω [atʃitiˈeo] Φάρασ. Αόρ. ατζ̑ίτ'σα [aˈdʒitsa] Φερτάκ., Φλογ. ατσ̑ισ̑τι-έω [atʃiʃtiˈeo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. acımak (αόρ. acıdı), όπου και διαλεκτ. τύπ. acışmak = α) στεναχωρώ κάποιον β) λυπάμαι κάποιον γ) στεναχωριέμαι, πικραίνομαι δ) για φαγητό, ξινίζω.
1. Λυπάμαι, ψυχοπονώ ό.π.τ. : Κι εκεί ήρτε ένα άτρωπο και ατζ̑ίτ'σεν ντα (Και εκεί ήρθε ένας άνθρωπος και τα λυπήθηκε) Φερτάκ. -Dawk. Άγγελος πήγεν τράν'σεν τα κίτσα, βεγν βεγν κλαίνε και στέκνουν, ατζ̑ίτ'σεν τα, μάνα τ'νε ψ̑η δεν το πήρεν (Ο άγγελος πήγε, είδε τα δίδυμα, ουά ουά κλαίνε διαρκώς, τα λυπήθηκε, δεν πήρε την ψυχή της μάνας τους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μπέλκετ ατζινdά μας και βοθιά μας (Ίσως μας λυπηθεί και μας βοηθήσει) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Να δούμ’ το Χ̇εγός και ατζ̑ινdίζ’ μας (Να δούμε τον Θεό και να μας λυπηθεί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. πονώ, σιργαντίζω
2. Αμτβ., λυπάμαι, στεναχωριέμαι Φλογ. : Τι ατζ̑ινdάς, εγώ καταβαίνω ασ' σο τ͑εμέλ’ μέσα, το λαχτυλίδα σ' βγαλλίσ̑κω το (Τι στεναχωριέσαι, εγώ κατεβαίνω μέσα στα θεμέλια και βγάζω το δαχτυλίδι σου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κλαίω :3, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω, Αντίθ καρδίζομαι