ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαυρίζω (ρ.) μαυρίζω [maˈvrizo] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τροχ. μαυρίζου [maˈvrizu] Μισθ., Σίλ. Αόρ. μαύρισα [ˈmavrisa] Κίσκ., Μαλακ. Παθ. μαυρίζουμαι [maˈvrizume] Αραβαν. Μεσν. ρ. μαυρίζω, από το μεταγν. επίθ. μαῦρος και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μαυρίζω, κάνω κάτι μαύρο Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ. : || Φρ. Μαυρίζω το πρόσωπό μ' (Μαυρίζω το πρόσωπό μου˙ ρίχνω τα μούτρα μου, ταπεινώνομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μαυρώνω
2. Αμτβ., γίνομαι μαύρος ό.π.τ. : Πιάνεται και μαυρίζ' όλιος (Πιάνεται και μαυρίζει ο ήλιος, δηλ. γίνεται έκλειψη) Ανακ. -Κωστ.Α. Του πράι τ' μαύρισκι (Το πόδι του μαύρισε, μελάνιασε) Σεμέντρ. -Στεφαν. Ο ουρανός μαύρισινι, πάλι να βρεσ̑ίσει (Ο ουρανός μαύρισε, πάλι θα βρέξει) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Πιάσι 'να καιρό, μαύρισι το ορταλούχ', πιάσι να βρέξ', (Έπιασε ένας καιρός, μαύρισε το σύμπαν, έπιασε να βρέχει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μαυρίζουν τα μάτια μ' (Μαυρίζουν τα μάτια μου˙ ζαλίζομαι, έχω σκοτοδίνη) Ουλαγ. -Κεσ. Μαύρισαν τα μάτια μ' (Μαύρισαν τα μάτια μου˙ θάμπωσαν τα μάτια μου) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Παροιμ. Τα σταφύλια τὄνα με τ' άλλο βλέποντας μαυρίζουν (Τα σταφύλια βλέποντας το ένα το άλλο μαυρίζουν˙ για να επιτευχθεί ένας στόχος χρειάζεται αλληλοβοήθεια) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Δεν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω
δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω
( Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω )
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
Συνών. μαυρώνω
3. Αμτβ., μτφ., στεναχωριέμαι Αξ. : Ασ' τα μποίκες με μαύρισα (Από αυτά που μου έκανες στεναχωρέθηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ατζιντώ, κλαίω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω
β. Θυμώνω