μαυρίζω
(ρ.)
μαυρίζω
[maˈvrizo]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τροχ.
μαυρίζου
[maˈvrizu]
Μισθ., Σίλ.
Αόρ.
μαύρισα
[ˈmavrisa]
Κίσκ., Μαλακ.
Παθ.
μαυρίζουμαι
[maˈvrizume]
Αραβαν.
Μεσν. ρ. μαυρίζω, από το μεταγν. επίθ. μαῦρος και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μαυρίζω, κάνω κάτι μαύρο
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
:
|| Φρ.
Μαυρίζω το πρόσωπό μ'
(Μαυρίζω το πρόσωπό μου˙ ρίχνω τα μούτρα μου, ταπεινώνομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μαυρώνω
2. Αμτβ., γίνομαι μαύρος
ό.π.τ.
:
Πιάνεται και μαυρίζ' όλιος
(Πιάνεται και μαυρίζει ο ήλιος, δηλ. γίνεται έκλειψη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Του πράι τ' μαύρισκι
(Το πόδι του μαύρισε, μελάνιασε)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Ο ουρανός μαύρισινι, πάλι να βρεσ̑ίσει
(Ο ουρανός μαύρισε, πάλι θα βρέξει)
Κίσκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ376
Πιάσι 'να καιρό, μαύρισι το ορταλούχ', πιάσι να βρέξ',
(Έπιασε ένας καιρός, μαύρισε το σύμπαν, έπιασε να βρέχει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μαυρίζουν τα μάτια μ'
(Μαυρίζουν τα μάτια μου˙ ζαλίζομαι, έχω σκοτοδίνη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μαύρισαν τα μάτια μ'
(Μαύρισαν τα μάτια μου˙ θάμπωσαν τα μάτια μου)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Παροιμ.
Τα σταφύλια τὄνα με τ' άλλο βλέποντας μαυρίζουν
(Τα σταφύλια βλέποντας το ένα το άλλο μαυρίζουν˙ για να επιτευχθεί ένας στόχος χρειάζεται αλληλοβοήθεια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Δεν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω
δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω ( Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μαυρώνω
δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω ( Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μαυρώνω
3. Αμτβ., μτφ., στεναχωριέμαι
Αξ.
:
Ασ' τα μποίκες με μαύρισα
(Από αυτά που μου έκανες στεναχωρέθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ατζιντώ, κλαίω, μερακλαντίζω, πονώ, σικιλντίζω
β.
Θυμώνω