ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαυρούτσικος (επίθ.) μαυρούτσικου [maˈvrutsiku] Δίλ., Μαλακ. μαυρούσ̑κο [maˈvruʃko] Αξ. Νεότ. επίθ. μαυρούτσικος, το οπ. από το επίθ. μαύρος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Κατάμαυρος ό.π.τ. : Μαυρούτσικα νίγονται τα νύχια τ' (Τα νύχια του γίνονται κατάμαυρα, ενν. από την αρρώστια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. μοσμόρι