μαυρούτσικος
(επίθ.)
μαυρούτσικου
[maˈvrutsiku]
Δίλ., Μαλακ.
μαυρούσ̑κο
[maˈvruʃko]
Αξ.
Νεότ. επίθ. μαυρούτσικος, το οπ. από το επίθ. μαύρος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.