μαυρούτσικος
(επίθ.)
μαυρούτσικου
[maˈvrutsiku]
Δίλ., Μαλακ.
μαυρούσ̑κο
[maˈvruʃko]
Αξ.
Νεότ. επίθ. μαυρούτσικος, το οπ. από το επίθ. μαύρος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Κατάμαυρος
ό.π.τ.
:
Μαυρούτσικα νίγονται τα νύχια τ'
(Τα νύχια του γίνονται κατάμαυρα, ενν. από την αρρώστια)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
μοσμόρι