μαύρωμα
(ουσ. ουδ.)
μαύρουμα
[ˈmavruma]
Μαλακ., Φάρασ.
Από το ρ. μαυρώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Μαύρισμα, μουτζούρωμα
Φάρασ.
3. Μτφ., στεναχώρια
Μαλακ.
:
Καργιάς μαύρουμα
(Μαύρισμα της καρδιάς)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.