ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαύρωμα (ουσ. ουδ.) μαύρουμα [ˈmavruma] Μαλακ., Φάρασ. Από το ρ. μαυρώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Μαύρισμα, μουτζούρωμα Φάρασ.
2. Μτφ., άδικη κατηγορία Φάρασ. Συνών. γόβι, καραμέτι
3. Μτφ., στεναχώρια Μαλακ. : Καργιάς μαύρουμα (Μαύρισμα της καρδιάς) Μαλακ. -Τζιούτζ.