μαυρώνω
(ρ.)
μαυρώνω
[maˈvrono]
Αξ., Τελμ., Φάρασ.
μαυρώνου
[maˈvronu]
Μαλακ., Φάρασ.
Αόρ.
μαύρωσα
[ˈmavrosa]
Τελμ., Φάρασ.
μαύρουσα
[ˈmavrusa]
Μαλακ., Σίλ.
Από το αρχ. ρ. μαυρόω = μαυρίζω. Ο τύπ. μαυρώνω μεσν. Η σημ. ‘θυμώνω’ από την μεσν. σημ. ‘θλίβομαι’, η οπ. απαντά άπαξ σε μεσν. κείμ. από την Καππαδοκία, πβ. «η ψυχή μου μαυρώθηκεν» (Δέδες 1993: 17).
1. Mαυρίζω κάτι, το χρωματίζω μαύρο
Τελμ., Φάρασ.
:
qαργάδε εξέβαλαν τα μάτσ̑ια μ, κι έλιος μαύρωσεν το πρόσωπο
(Oι κάργιες μου έβγαλαν τα μάτια, και ο ήλιος μου μαύρισε το πρόσωπο)
Τελμ.
-Dawk.
Μαυρώθηκα, 'ίν'κα Αράπης
(Βάφτηκα μαύρος, έγινα Αράπης, ενν. τις Απόκριες)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
μαυρίζω
2. Aμτβ., μαυρίζω, γίνομαι μαύρος
Αξ., Φάρασ.
:
Μαύρουσι τ' σ̑έρι μου
(Μαύρισε το χέρι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Το σταφύλι γρεύει αν' τ' άου μαυρώνει
(Το σταφύλι κοιτάει το ένα το άλλο και μαυρίζει, ωριμάζει˙ για να επιτευχθεί ένας στόχος χρειάζεται αλληλοβοήθεια)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
μαυρίζω
3. Μτφ., θυμώνω ή πικραίνομαι
Αξ., Μαλακ., Φάρασ.
:
Είμαι μαυρωμένος 'ντάμα του
(Είμαι θυμωμένος μαζί του)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Μο ντο τίνα είσαι μαυρωμένο;
(Με ποιόν είσαι θυμωμένος;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Καργιά μ' μαύρωσε
(Η καρδιά μου μαύρισε˙ πικράθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ατζιλαντώ, κιζτώ, θυμώνω, νταριλντίζω, ορκελεντώ, πικριανίσκω