ασπρίζω
(ρ.)
ασπρίζω
[aˈsprizo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
’σπρίζω
[ˈsprizo]
Φάρασ.
’σπρίζου
[ˈsprizu]
Φάρασ.
ασπουρίζω
[aspuˈrizu]
Σίλ.
Παρατατ.
άσπριζα
[ˈaspriza]
Ποτάμ.
ήσπριζα
[ˈispriza]
Φάρασ.
άσπριισ̑κα
[ˈaspriiska]
Αραβαν.
Αόρ.
άσπρισα
[ˈasprisa]
Αξ.
ήσπρισα
[ˈisprisa]
Φάρασ.
άσπουρ'σα
[ˈaspursa]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. ἀσπρίζω, το οπ. από το επιθ. άσπρος και το παραγωγικό επίθμ. -ίζω.
1. Μτβ., κάνω κάτι άσπρο
ό.π.τ.
:
Λύκος παίν' σο φουρουνdζή· «Δώσ' λίγο αλεύρι», λέει, και γιαγλατά το σο πουδάρι τ'· ασπρίζ̑' το
(Ο λύκος πηγαίνει στον φούρναρη, του λέει «Δώσε μου λίγο αλεύρι», και πασπαλίζει το ποδάρι του· το ασπρίζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Τα μαλλία σου σο μύο ήσπρισες τα;
(Τα μαλλιά σου στον μύλο, με το αλεύρι, τα άσπρισες;˙ Για όσους παρά την προκεχωρημένη ηλικία τους δεν φαίνεται να έχουν ωριμάσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πήγες σο μύλο μ' κι άσπρισες τα μαλλιά σ';
(Πήγες στον μύλο και άσπρισες τα μαλλιά σου;˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το πϋρτσ̑ΰκι σ' γαραdζ̑ά άνομος ντεν ντ' άσπρισε
(Το τσουλούφι σου δεν το άσπρισε μάταια ο άνεμος˙ Για ηλικιωμένους με μεγάλη πείρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο γαφιάς ένι μαύρο άμ-μα του νοματού τη χαραή 'σπρίζει τα
(Ο καφές είναι μαύρος αλλά του ανθρώπου το πρόσωπο το ασπρίζει˙ Η προσφορά καφέ είναι πάντα ευχάριστη και ευπρόσδεκτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τό ψωμί του νοματού τη χαραή 'σπρίζει τα
(Το ψωμί ασπρίζει το πρόσωπο του ανθρώπου˙ το ψωμί είναι η πιο ευπρόσδεκτη και βασική προσφορά τροφής)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ειδικότ., ασβεστώνω
Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ.
:
Σήμερα σε ασπουρίσουμε
(Σήμερα θα ασπρίσουμε
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οχτώ ημέρες αρχύτερα άσπριζαμ’ το σπίτι
(Οχτώ ημέρες νωρίτερα ασπρίζαμε το σπίτι
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Αμτβ., γίνομαι άσπρος
Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Γιορονιάεις, κυρά Μαρία, δα μαλλιά σπρισαν
(Γερνάς, κυρά Μαρία, τα μαλλιά σου άσπρισαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άσπρισι ντου πρόσουπού τ', ανακατεύει τσι γύρ'σι, ναι, πείραξι φαίνιδι βανζίνα
(Άσπρισε το πρόσωπό του, ανακατεύεται και ζαλίζεται, ναι, τον πείραξε φαίνεται η βενζίνη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άσπουρ'σαν τα μαλλιά σου, έσ̑εις τα χρόνια σου, είπι
(Άσπρισαν τα μαλλιά σου, τα έχεις τα χρόνια σου, είπε)
Σίλ.
-Καρίπ.
β.
Φαίνομαι άσπρος
Φάρασ.
:
Σκοτεινά ήγρε α ξερό τζουφάλι· ήσπριζε ση στράτα 'πέσου
(Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα φαλακρό κεφάλι· άσπριζε στον δρόμο μέσα
)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Σα ψεώνεις τα βροσ̑όνε σ', 'σπρίζουν τα σ̑έρε σ' ανdί σ̑όν'
(Όταν σηκώνεις ψηλά τα μπράτσα σου, ασπρίζουν τα χέρια σου σαν το χιόνι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
3. Απρόσ., χαράζει
Αξ.
:
Τ' ορταλίχ' άσπρισεν, να φωτίσ̑'
(Τα γύρω άσπρισαν, θα φέξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ξημερεύει :1, ξημερώνω, σαφαχιαίνω, αυγάζω