ασπρόγι
(ουσ. ουδ.)
ασπρόι
[aˈsproi]
Μισθ.
Από το αμάρτ. επίθ. ασπρόγειος < ασπρογή. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀσπρόγεια. Πβ. το ήδη μεταγν. λευκόγειος = αργιλλώδης.
Τόπος με ανοιχτόχρωμο αργιλλώδες χώμα.