αστεναρλαντίζω
(ρ.)
αστεναρλαdι̂́ζω
[astenarlaˈdɯzo]
Αραβαν.
αστιναρλανdού
[astinarlanˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
αστενάρλανσα
[asteˈnarlansa]
Φερτάκ.
Από το επίθ. αστενάρης και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Αρρωσταίνω
Συνών.
αρρωστεύω, αστεναριάζω, αστενώ, χασταλαντίζω