άσπρος
(επίθ.)
άσπρος
[ˈaspros]
Σινασσ., Φάρασ.
άσπρους
[ˈasprus]
Σίλ.
άσπουρους
[ˈaspurus]
Σίλ.
άσπρο
[ˈaspro]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
άσπρου
[ˈaspru]
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
Μεταγν. επίθ. ἄσπρος, από το λατιν. επίθ. asper = τραχύς, πιθ. αρχικώς στην φρ. nummus asperus = καινούργιο νόμισμα (και συνεπώς αρκετά τραχύ στην αφή). Πβ. και λατιν. ουσ. aspra = πρόσφατα νομίσματα (ΛΚΝ).
1. Άσπρος
ό.π.τ.
:
Αν γκαλέψ̑εις σο άσπρο σο πρόγατο, ν’ ανεβείς ’ς απάνω σον γκόσμο· αν γκαλέψ̑εις σο μαύρο, να κατεβείς κάτω σον γκόσμο
(Aν καβαλήσεις το άσπρο πρόβατο, θ' ανεβείς στον απάνω κόσμο· αν καβαλήσεις το μαύρο, θα κατεβείς στον κάτω κόσμο)
Σίλατ.
-Dawk.
Του öλτσ̑ϋτζΰ τα σακ͑άλια άσπρα 'νdαι γιόξα μαύρα 'νdαι;
(Τα γένια του κατασκευαστή μέτρων είναι άσπρα ή μαύρα;)
Τελμ.
-Dawk.
Γένης άσπρου 'αν ντου γάλα
(Έγινες άσπρος σαν το γάλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κι άλλο άσπρος
(Πιο άσπρος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Γλώσσα μας 'ένηκε άσπουρη
(Η γλώσσα μας έγινε (από την δίψα) άσπρη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μάνα μ' έχ' άσπρο πουδάρ'
(Η μάνα μου έχει άσπρο ποδάρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το μαύρο άσπρο τζ̑οὔνεται μο του νάν’dα πλύν'
(Το μαύρο δεν γίνεται άσπρο με το πλύσιμο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σπέριξαν άσπρου γέλλ'μα, σπέριξαν κ'σάρια
(Έσπερναν άσπρο σιτάρι, έσπερναν κριθάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Άσπρα παχλά
(Άσπρα κουκιά˙ Φασόλια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Άσπουρα φασούλια
(Άσπρα φασόλια˙ Ξερά φασόλια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
|| Παροιμ.
Άσπρον γκως, μαύρον γκως, 'α γενεί σο κετζ̑ίτιν μπαού
(Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στο πέρασμα του ποταμού θα φανερωθεί˙ Πάντοτε συμβαίνει κάτι ώστε όλες οι ενέργειες, και καλές και κακές, να φανερωθούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Άσπρο άσπρο σαν τυρί και στον κόσμο πορπατεί
(Είναι κάτασπρο σαν τυρί και στον κόσμο περπατεί˙ Το φεγγάρι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
οκ
2. Το ουδ. ως ουσ., μικρό νόμισμα αξίας 1/3 του παρά, και συνεκδοχ. κατα πληθ. τα χρήματα
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Το καμπήλ' έχ' ένα άσπρο
(Η καμίλα κοστίζει ένα άσπρο)
Τζαλ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(Τα χρήματα κατεβάζουν τα άστρα˙ Το χρήμα τα κάνει όλα)
Φλογ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άσπρον είδες άσπρα θέλει, κι' άλλον είδες κι άλλα θέλει
(Τούρκο είδες χρήματα θέλει, κι άλλον είδες κι άλλα θέλει˙ Για φιλοχρήματο και αχόρταγο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γρόσι, λογάρι, παράς, κόμμα
β.
Μερίδια
Γούρδ.
3. Το ουδ. ως ουσ., ασπράδι
Φάρασ.
:
Του ’φταλμού το άσπρο
(Το ασπράδι του ματιού)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Σο μάτι τ' κάτσεν άσπρα
(Στο μάτι του κατάκατσε ασπράδι, έπαθε καταρράκτη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Έπεσεν άσπρο σο μάτ'
(Έπεσε άσπρο στο μάτι˙ Έπαθε καταρράκτη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ασπράδα