ασπίθα
(ουσ. θηλ.)
ασπίθα
[aˈspiθa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σπίθα με ανάπτυξη προθετ. [a]. Ο τύπ. ασπίθα ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ.).