ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασπίθα (ουσ. θηλ.) ασπίθα [aˈspiθa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. σπίθα με ανάπτυξη προθετ. [a]. Ο τύπ. ασπίθα ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ.).
Σπίθα : || Φρ. Ασπίθα πήγε κι ήρθε (Πήγε κι ήρθε σαν σπίθα˙ πήγε κι ήρθε ταχύτατα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τζινγκί, τσιλίδι