ασκωματίζω
(ρ.)
ασκουματίζω
[askumaˈtizo]
Αξ., Μαλακ.
Από το ουσ. άσκωμα, όπου και τύπ. άσκουμα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κατεβάζω τον κουβά στο πηγάδι
ό.π.τ.