ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασπράδα (ουσ. θηλ.) ασπράδα [aˈspraða] Δίλ., Μισθ., Φλογ. ασπράdα [aˈsprada] Μισθ. ασπράγια [aˈspraʝa] Αξ. Από το νεότ. ουσ. ἀσπράδα = λευκότητα, το οπ. από το επίθ. άσπρος και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
1. Το ασπράδι του αβγού Αξ., Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Οβγού ασπράδα (Ασπράδι αυγού) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. αβγούρι
2. Ασπράδι Μισθ., Φλογ. : Ματιού τ' ασπράδα (Το ασπράδι του ματιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. άσπρος :3