άσκημος
(επίθ.)
άσκημος
[ˈascimos]
Σίλ., Σινασσ.
άσ̑κημο
[ˈaʃcimo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
άσ̑κεμος
[ˈaʃcemos]
Φάρασ.
άσ̑κεμο
[ˈaʃcemo]
Αραβαν.
Από το αρχ. επίθ. ἄσχημος· ο τύπ. άσκημος μεσν.
1. Άσχημος
ό.π.τ.
2. Κακός, μοχθηρός
ό.π.τ.
:
Άσκημα, κακά ήταν τα Τούρκα τους
(Μοχθηροί, κακοί ήταν οι Τούρκοι τους)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αζγούνης :1, γιαγίρι :1, διαστραμμένος, κακός :1, πίσι