αζγούνης
(επίθ.)
αζγούνης
[azˈɣunis]
Σινασσ., Φάρασ.
αζγούν
[azˈɣun]
Μισθ.
αζγι̂́ν
[azˈʝɯn]
Αξ., Μισθ.
αζγκι̂́ν
[azˈgɯn]
Ουλαγ.
αζγούνη
[azˈɣuni]
Αφσάρ., Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. azgın =άγριος, όπου και διαλεκτ. τύπ. azgun (< παλαιότ. τουρκ. azğun, 1680).
1. Κακός, άγριος
Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Αζγούν σερνικός
(Άγριος άνδρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ς Τουρκού τ' αγζι̂́νια ντα μέρες
(Στις άγριες μέρες των Τούρκων)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σο χωρίο μας ήτουν α καbάdαης, πολύ αζγούνι νομάτ'
(Στο χωριό μας ήταν ένας νταής, πολύ κακός άνθρωπος)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Τούρκ' εκτέτε ακούμ’ πολύ αζγίνια 'χ̑ταν
(Οι Τούρκοι τότε ήταν πολύ πιο άγριοι)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
βαχσί :1, γιαμπανί :1, ισούζης :2
β.
Εξαγριωμένος
Σινασσ., Φάρασ.
γ.
Λυσσασμένος
Φάρασ.
2. Ατίθασος, άγριος, σκανταλιάρικος
Μισθ.
:
Τατιαρώ ντου φσ̑άχ' μαζλούμ' 'νι, τ' εμέαρ αζγι̂́ν 'νι
(Το παιδί τους είναι ήσυχο, το δικό μας είναι ατίθασο)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
αρσίζης, άτσαλος, εντεψίζης, ζιανκιάρ
β.
Ιδιότροπος
Φάρασ.
3. Μτφ., μεγάλου μεγέθους, ποσότητας ή ποιότητας
Μισθ., Φάρασ.
:
Έπισιν αζγ̇ίν σουν ντ’ οβγό
(Έπεσε (ενν. το χαλάζι) πολύ μεγάλο σαν το αβγό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είσ' αζγούνι μάστρος ραδέ!
(Είσαι μεγάλος μάστορας λοιπόν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αδρός, μέγας
β.
Ειδικότ., γερός, δυνατός
Μισθ.
:
Το 'μόν ντ' αλούγαδα έιξαν αζγούν ταύρημα
(Τα δικά μου άλογα είχαν γερό τράβηγμα
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσειόγαν αζγούνια ντα κόκκαλά τ'νι
(Ήταν γερά τα κόκκαλά τους
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ