αζγουνλούχι
(ουσ. ουδ.)
αζγουνλούχ̇ι
[azɣunˈluxi]
Αφσάρ.
αζγουνλι-έχ̇ι
[azɣunliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. azgınlık = μεγάλη οργή.
Μεγάλη οργή, μανία
ό.π.τ.