αζμάς (I)
(ουσ. αρσ.)
αζμάς
[aˈzmas]
Ανακ.
Από το τουρκ. επίθ. azma = α) τερατώδης β) ημίαιμος, υβριδικός γ) ως ουσ., τέρας. Βλ. και εζμέ.
Ως λαϊκή πρόληψη, δαιμονικό φίδι
:
Τα φτείρια 'σηή μη τα ρίχτεις, νίγεται αζμά
(Τις ψείρες σου μην τις ρίχνεις καταγής, γίνονται δαιμονικά φίδια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.