ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζμάς (I) (ουσ. αρσ.) αζμάς [aˈzmas] Ανακ. Από το τουρκ. επίθ. azma = α) τερατώδης β) ημίαιμος, υβριδικός γ) ως ουσ., τέρας. Βλ. και εζμέ.
Ως λαϊκή πρόληψη, δαιμονικό φίδι : Τα φτείρια 'σηή μη τα ρίχτεις, νίγεται αζμά (Τις ψείρες σου μην τις ρίχνεις καταγής, γίνονται δαιμονικά φίδια) Ανακ. -Κωστ.Α.