αθρωπιώνας
(ουσ. αρσ.)
αθρωπιώνας
[aθroˈpçonas]
Μαλακ.
Από το ουσ. άνθρωπος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας, όπου και τύπ. -ιώνας.
Aνθρώπινος