αϊγίρι
(ουσ. ουδ.)
αϊγι̂́ρι
[aiˈɣɯri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. aygır = άλογο, ίππος επιβήτορας, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayğır.
Άγριο άλογο
:
'α φέρω δύο άβγα· τ’ αποίο έν' άβγο, τ’ αποίο έν' αϊγι̂́ρι, να τα ναύρετε
(Θα φέρω δύο άλογα· θα πρέπει να βρείτε πιο είναι (απλό) άλογο και πιο είναι άγριο)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Άες Γιώργκη, τ’αβγκό σου έν' γίρι. -Γιρίν τζό 'νι κατινό αϊγίρι
( Άι-Γιώργη, τ’άλογό σου είναι ψαρί. - Ψαρί δεν είναι, είναι αληθινός επιβήτορας)
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
μπεγκίρι