ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άθος (ουσ. αρσ.) άθος [ˈaθos] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. άθους [ˈaθus] Δίλ., Μαλακ. άιθος [ˈaiθοs] Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. ἄνθος. Ο τύπ. ἄθος ήδη μεσν.
1. Η λιπώδης ουσία στην επιφάνεια γάλακτος που βράζει, ανθόγαλο, καϊμάκι ό.π.τ. : Για το άθος βράισ̑καν το κάλα (Για το ανθόγαλο έβραζαν το γάλα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Παίρισ̑καμ' τα φαγιά μας, αβγά, άθους, ψήνισ̑καμ' και αρνιά (Παίρναμε τα φαγιά μας, αβγά, καϊμάκι, ψήναμε και αρνιά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. καϊμάκι :1, πρόσωπο, τσίπα
2. Ευωδιά, μοσχοβολιά Φάρασ., Φκόσ. : || Φρ. Ηύρες καό τσ̑ιτσ̑άκι να πάρειζ άθος (Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά˙ ειρωνικώς σε όποιους περίμεναν να πάρουν κάτι καλό από κάποιον που δεν θέλει να τους δώσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.