ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αθέρας (ουσ. αρσ.) αθέρας [aˈθeras] Σινασσ. Aπό το μεσν. ουσ. ἀθέρας < αρχ. ἀθήρ.
Το εκλεκτότερο μέρος από κάτι : Πήρε τον αθέρα κι άφ’κεν το περίσσευμα (Πήρε το καλύτερο και άφησε το περίσσεμα) Σινασσ. -Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025