αθέρας
(ουσ. αρσ.)
αθέρας
[aˈθeras]
Σινασσ.
Aπό το μεσν. ουσ. ἀθέρας < αρχ. ἀθήρ.
Το εκλεκτότερο μέρος από κάτι
:
Πήρε τον αθέρα κι άφ'κεν το περίσσευμα
(Πήρε το καλύτερο και άφησε το περίσσεμα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.