αθώος
(επίθ.)
ατ͑ώο
[aˈtʰοo]
Μισθ.
άθωγο
[aˈθοɣo]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. ἀθῶος. Ο τύπ. άθωγο με αναβιβασμό του τόνου πιθ. παρετυμολ. προς το στερητ. πρόθμ. α-.
Αθώος, χωρίς αμαρτίες
ό.π.τ.
:
Τ' άθωγα τα παιδιά
(Τα αθώα τα παιδιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ητόμεστε άθωγα και Θεγός αγάπανε μας
(Ἠμασταν αθώοι και ο Θεός μας αγαπούσε)
Ανακ.
-Cost.
Για το νάμα ’γόραζαν δύο τρία κούφες σταφύλι και ένα παιδί άθωγο βάλλισκαμ’ και τα πάτεινε
(Για το νάμα αγόραζαν 2-3 κοφίνια σταφύλι, και βάζαμε ένα αθώο παιδί να τα πατήσει)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Άθωγο ήτον και είδε που σφάζαν οι ανgέλοι τον πατέρα τ'
(Ήταν αθώο και είδε (σε όνειρο) ότι έσφαζαν οι άγγελοι τον πατέρα του)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
άμωμος