αιματιάρης
(επίθ.)
γαιματιάρ'
[ʝemaˈtçar]
Ανακ.
οϊματιάρ'
[oimaˈtʝar]
Μαλακ.
Από το ουσ. αίμα (θ. αιματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ματωμένος, αιματηρός
ό.π.τ.
:
Να 'ενεί γαιματιάρ’ να 'ενεί γαίμα το φεgάρ’, καλό δεν ήτον
(Να είναι ματωμένο, να είναι αίμα το φεγγάρι, δεν ήταν καλό)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
αιμαλής