ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αιματιάρης (επίθ.) γαιματιάρ' [ʝemaˈtçar] Ανακ. οϊματιάρ' [oimaˈtʝar] Μαλακ. Από το ουσ. αίμα (θ. αιματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ματωμένος, αιματηρός ό.π.τ. : Να 'ενεί γαιματιάρ’ να 'ενεί γαίμα το φεgάρ’, καλό δεν ήτον (Να είναι ματωμένο, να είναι αίμα το φεγγάρι, δεν ήταν καλό) Ανακ. -Cost.
Συνών. αιμαλής