αϊνάς
(ουσ. αρσ.)
αϊνάς
[aiˈnas]
Σίλ., Φάρασ.
αϊνά
[aiˈna]
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
αγινά
[aʝiˈna]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. ayna = καθρέφτης.
1. Καθρέφτης
ό.π.τ.
:
Ετό κοριτσ̑ού μάνα φόρεινεν, καμάρωνεν, τράνεινεν σο αϊνά
(Η μάνα αυτού του κοριτσιού φόραγε τα καλά της, καμάρωνε, κοίταζε στον καθρέφτη)
Σίλατ.
-Dawk.
Ρανώ ντου γιαυτό μ' 'ς αϊνά
(Κοιτάζομαι στον καθρέφτη)
Μισθ.
-Φατ.
Έχου 'να μικρίτσικκου αϊνά για να ξουριζιέμι
(Έχω ένα καθρεφτάκι για να ξυρίζομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Δου ρανά σου αϊνά
(Τον κοιτάζει στον καθρέφτη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αϊνάς ’ς ένα τσούχου μιχλανdζημένου ’ναι
(Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Παροιμ.
Του ισανού το καdζί ένι ο αϊνάς του
(Ο λόγος του ανθρώπου είναι ο καθρέφτης του˙ ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται από αυτά που λέει)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
καθρέφτης
2. Ως επίρρ., εξαιρετικά καλά, άνετα, ευχάριστα
Μισθ.
:
Όργου δεν έχ'νι τσι ούλου δου χειμό βγάλλουν του αϊνά
(Δουλειά δεν έχουν και όλο τον χειμώνα τον βγάζουν τζάμι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γλυκά, ραχάτια :2, χαβασλούδια