ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αϊνάς (ουσ. αρσ.) αϊνάς [aiˈnas] Σίλ., Φάρασ. αϊνά [aiˈna] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. αγινά [aʝiˈna] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. ayna = καθρέφτης.
1. Καθρέφτης ό.π.τ. : Ετό κοριτσ̑ού μάνα φόρεινεν, καμάρωνεν, τράνεινεν σο αϊνά (Η μάνα αυτού του κοριτσιού φόραγε τα καλά της, καμάρωνε, κοίταζε στον καθρέφτη) Σίλατ. -Dawk. Ρανώ ντου γιαυτό μ' 'ς αϊνά (Κοιτάζομαι στον καθρέφτη) Μισθ. -Φατ. Έχου 'να μικρίτσικκου αϊνά για να ξουριζιέμι (Έχω ένα καθρεφτάκι για να ξυρίζομαι) Μισθ. -Κοτσαν. Δου ρανά σου αϊνά (Τον κοιτάζει στον καθρέφτη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αϊνάς ’ς ένα τσούχου μιχλανdζημένου ’ναι (Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Παροιμ. Του ισανού το καdζί ένι ο αϊνάς του (Ο λόγος του ανθρώπου είναι ο καθρέφτης του˙ ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται από αυτά που λέει) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. καθρέφτης
2. Ως επίρρ., εξαιρετικά καλά, άνετα, ευχάριστα Μισθ. : Όργου δεν έχ'νι τσι ούλου δου χειμό βγάλλουν του αϊνά (Δουλειά δεν έχουν και όλο τον χειμώνα τον βγάζουν τζάμι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γλυκά, ραχάτια :2, χαβασλούδια