χαβασλούδια
(επίρρ.)
χαβασλούγια
[xavasˈluʝa]
Τροχ.
Από το επίθ. χαβασλούς (θ. χαβασλούδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με ευχαρίστηση, ευχάριστα
:
Σάσκαν τα μεσέλια να τα ακούσ'νε χαβασλούγια και να μάχ'νε ό,τι κρεύαν
(Τα έκαναν παραμύθια για να τα ακούνε (ενν. τα παιδιά) ευχάριστα, και να μάθουν ό,τι ήθελαν να τους διδάξουν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
αϊνάς :2, γλυκά :1, ογιούνι :2
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025