ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβασλούδια (επίρρ.) χαβασλούγια [xavasˈluʝa] Τροχ. Από το επίθ. χαβασλούς (θ. χαβασλούδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με ευχαρίστηση, ευχάριστα : Σάσκαν τα μεσέλια να τα ακούσ'νε χαβασλούγια και να μάχ'νε ό,τι κρεύαν (Τα έκαναν παραμύθια για να τα ακούνε (ενν. τα παιδιά) ευχάριστα, και να μάθουν ό,τι ήθελαν να τους διδάξουν) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. αϊνάς :2, γλυκά :1