χα (I)
(επιφ.)
χα
[xa]
Αξ., Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. επιφων. /σύνδ. ha.
1. Προτρεπτικό μόρ. που σε συνδυασμό σε προτάσεις επιθυμίας, στις οποίες προσδίδει έναν τόνο παρακλητικό ή επιτακτικό
Αφσάρ., Φάρασ.
:
Χα, δέου τσ̑αι συ μο τι τόνα!
(Έλα, σε παρακαλώ, πήγαινε κι εσύ με αυτόν!)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Χα, ποίκ' τσ̑αι το 'μόν την ευσ̑ή γαπούλι!
(Σε παρακαλώ, δέξου και τη δική μου ευχή)
Φάρασ.
-Αναστασ.
β.
Προτροπή προς ζώο
Αξ.
:
Χα, μάνα μ’ χα
(Άντε, μάνα μου, άντε
)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Βεβαιωτικό-εμφατ. μόρ. με καταφατική απάντηση
Φλογ.
:
Χα ναι
(Α ναι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
δεν :2
3. Ως σύνδ., είτε-είτε, τι και να-τι και να
Ουλαγ.
:
Χα ισύ πήες, χα εκείνο πήγε φαϊdά ντεν έχ̑’
(Είτε εσύ πήγες είτε εκείνος πήγε, όφελος δεν έχει)
Αξ.
-Κεσ.
Συνών.
ας :1, γιαχούτ :1