ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χα (I) (επιφ.) χα [xa] Αξ., Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. Από το τουρκ. επιφων. /σύνδ. ha.
1. Προτρεπτικό μόρ. που σε συνδυασμό σε προτάσεις επιθυμίας, στις οποίες προσδίδει έναν τόνο παρακλητικό ή επιτακτικό Αφσάρ., Φάρασ. : Χα, δέου τσ̑αι συ μο τι τόνα! (Έλα, σε παρακαλώ, πήγαινε κι εσύ με αυτόν!) Αφσάρ. -Αναστασ. Χα, ποίκ' τσ̑αι το 'μόν την ευσ̑ή γαπούλι! (Σε παρακαλώ, δέξου και τη δική μου ευχή) Φάρασ. -Αναστασ.
β. Προτροπή προς ζώο Αξ. : Χα, μάνα μ’ χα (Άντε, μάνα μου, άντε ) Αξ. -Μαυροχ.
2. Βεβαιωτικό-εμφατ. μόρ. με καταφατική απάντηση Φλογ. : Χα ναι (Α ναι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. δεν :2
3. Ως σύνδ., είτε-είτε, τι και να-τι και να Ουλαγ. : Χα ισύ πήες, χα εκείνο πήγε φαϊdά ντεν έχ̑’ (Είτε εσύ πήγες είτε εκείνος πήγε, όφελος δεν έχει) Αξ. -Κεσ. Συνών. ας :1, γιαχούτ :1