χαβαντάρης
(επίθ.)
χαβαdάρ'
[xavaˈdar]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. (< περσ.) επίθ. havadar = ευάερος.
Ευάερος
:
Χαβαdάρ' τόπος
(Ευάερος τόπος)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ετό τσ̑ίγαλ' χαβαdάρ' βουνί 'ναι!
(Τι ευάερο βουνό που είναι αυτό!)
Αραβαν.
-Φωστ.