ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβαντάρης (επίθ.) χαβαdάρ' [xavaˈdar] Αραβαν. Aπό το τουρκ. (< περσ.) επίθ. havadar = ευάερος.
Ευάερος : Χαβαdάρ' τόπος (Ευάερος τόπος) Αραβαν. -Φωστ. Ετό τσ̑ίγαλ’ χαβαdάρ' βουνί 'ναι! (Τι ευάερο βουνό που είναι αυτό!) Αραβαν. -Φωστ.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025