ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβασιλίκι (ουσ. ουδ.) χαβασιλιέχ̇ι [xavasiliˈexi] Φάρασ. Από το ουσ. χαβάσι και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Πβ. και τουρκ. heveslilik = ενθουσιασμός, ζήλος.
Χαρά, ικανοποίηση Φάρασ. : || Παροιμ. ’ς τον γκόσμο πήρα το χαβασιλι-έχ̇ι μου, για ισάνι είμαι πάλι ομντιέζω (Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όπως άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω˙ Για την ακόρεστη διάθεση του ανθρώπου για διασκέδαση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γαναάτι :1, χαβάσι, χαρά