χαβασιλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαβασιλιέχ̇ι
[xavasiliˈexi]
Φάρασ.
Από το ουσ. χαβάσι και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Πβ. και τουρκ. heveslilik = ενθουσιασμός, ζήλος.
Χαρά, ικανοποίηση
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
’ς τον γκόσμο πήρα το χαβασιλι-έχ̇ι μου, για ισάνι είμαι πάλι ομντιέζω
(Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όπως άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω˙ Για την ακόρεστη διάθεση του ανθρώπου για διασκέδαση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γαναάτι :1, χαβάσι, χαρά