χαβασιλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαβασιλιέχ̇ι
[xavasiliˈexi]
Φάρασ.
Από το ουσ. χαβάσι και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι. Πβ. και τουρκ. heveslilik = ενθουσιασμός, ζήλος.
Τροποποιήθηκε: 26/02/2025