χαβατζάς
(ουσ. αρσ.)
χαβατζ̑άς
[xavaˈdʒas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. hacegân, πληθ. του ουσ. hace = οθωμανικός τίτλος για ανώτερο κρατικό υπάλληλο (Redhouse), με μετάθ. συλλαβών.
Μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος
Συνών.
διαβάζω :1, χότζας :1, ψαλληματάς, ψαλτάρης :4