χαβάσης
(επίθ.)
χαβάσης
[xaˈvasis]
Φάρασ.
Από το ουσ. χαβάσι με παραγωγ. επίθμ. -ης.
Αυτός που κάνει κάτι με όρεξη, μερακλής
Φάρασ.